ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ
Ἡ θάλασσα˙ πῶς ἔγινε ἔτσι ἡ θάλασσα;
Ἄργησα χρόνια στὰ βουνὰ-
μὲ τύφλωσαν οἱ πυγολαμπίδες.
Τώρα σὲ τοῦτο τ᾿ ἀκρογιάλι περιμένω
ν᾿ ἀράξει ἕνας ἄνθρωπος
ἕνα ὑπόλειμμα, μιὰ σχεδία.
Ἄργησα χρόνια στὰ βουνὰ-
μὲ τύφλωσαν οἱ πυγολαμπίδες.
Τώρα σὲ τοῦτο τ᾿ ἀκρογιάλι περιμένω
ν᾿ ἀράξει ἕνας ἄνθρωπος
ἕνα ὑπόλειμμα, μιὰ σχεδία.
Μὰ μπορεῖ νὰ κακοφορμίσει ἡ θάλασσα;
Ἕνα δελφίνι τὴν ἔσκισε μία φορὰ
κι ἀκόμη μιὰ φορὰ
ἡ ἄκρη τοῦ φτεροῦ ἑνὸς γλάρου.
Ἕνα δελφίνι τὴν ἔσκισε μία φορὰ
κι ἀκόμη μιὰ φορὰ
ἡ ἄκρη τοῦ φτεροῦ ἑνὸς γλάρου.
Κι ὅμως ἦταν γλυκὸ τὸ κύμα
ὅπου ἔπεφτα παιδὶ καὶ κολυμποῦσα
κι ἀκόμη σὰν ἤμουν παλικάρι
καθὼς ἔψαχνα σχήματα στὰ βότσαλα,
γυρεύοντας ρυθμούς,
μοῦ μίλησε ὁ Θαλασσινὸς Γέρος:
«Ἐγὼ εἶμαι ὁ τόπος σου˙
ἴσως νὰ μὴν εἶμαι κανεὶς
ἀλλὰ μπορῶ νὰ γίνω αὐτὸ ποὺ θέλεις».
Ε’
Ποιος άκουσε καταμεσήμερα
το σύρσιμο του μαχαιριού στην ακονόπετρα;
Ποιος καβαλάρης ήρθε
με το προσάναμμα και το δαυλό;
Καθένας νίβει τα χέρια του
και τα δροσίζει.
Και ποιος ξεκοίλιασε
τη γυναίκα το βρέφος και το σπίτι;
Ένοχος δεν υπάρχει, καπνός.
Ποιος έφυγε
χτυπώντας πέταλα στις πλάκες;
Κατάργησαν τα μάτια τους· τυφλοί.
το σύρσιμο του μαχαιριού στην ακονόπετρα;
Ποιος καβαλάρης ήρθε
με το προσάναμμα και το δαυλό;
Καθένας νίβει τα χέρια του
και τα δροσίζει.
Και ποιος ξεκοίλιασε
τη γυναίκα το βρέφος και το σπίτι;
Ένοχος δεν υπάρχει, καπνός.
Ποιος έφυγε
χτυπώντας πέταλα στις πλάκες;
Κατάργησαν τα μάτια τους· τυφλοί.
Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια, για τίποτε.
ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙ
Θ’
Μιλοῦσες γιὰ πράγματα ποὺ δὲν τά ῾βλεπαν
κι αὐτοὶ γελοῦσαν
Ὅμως νὰ λάμνεις στὸ σκοτεινὸ ποταμὸ
πάνω νερὰ˙
νὰ πηγαίνεις στὸν ἀγνοημένο δρόμο
στὰ τυφλὰ , πεισματάρης
καὶ νὰ γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σὰν τὸ πολύροζο λιόδεντρο-
ἄφησε κι ἂς γελοῦν.
Καὶ νὰ ποθεῖς νὰ κατοικήσει κι ὁ ἄλλος κόσμος
στὴ σημερινὴ πνιγερὴ μοναξιὰ
πάνω νερὰ˙
νὰ πηγαίνεις στὸν ἀγνοημένο δρόμο
στὰ τυφλὰ , πεισματάρης
καὶ νὰ γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σὰν τὸ πολύροζο λιόδεντρο-
ἄφησε κι ἂς γελοῦν.
Καὶ νὰ ποθεῖς νὰ κατοικήσει κι ὁ ἄλλος κόσμος
στὴ σημερινὴ πνιγερὴ μοναξιὰ
στ’ ἀφανισμένο τούτο παρόν-
ἄφησέ τους.
ἄφησέ τους.
Ὁ θαλασσινὸς ἄνεμος κι ἡ δροσιὰ τῆς αὐγῆς
ὑπάρχουν χωρὶς νὰ τὸ ζητήσει κανένας.
ὑπάρχουν χωρὶς νὰ τὸ ζητήσει κανένας.